σπερμακήτειο

σπερμακήτειο
το, Ν
το σπαρματσέτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + κήτος (πρβλ. σπαρματσέτο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπερμακητέλαιο — το, Ν έλαιο που απομένει μετά την απόψυξη και έκθλιψη τού κητοσπέρματος και που χρησιμοποιείται ως έκδοχο στη φαρμακευτική και ως λιπαντικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπερμακήτειο + έλαιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”